Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

O oδικός χάρτης για την πάταξη της διαφθοράς, άρθρο της Π.Ο.ΑΣ.Υ.

Τα αλλεπάλληλα κρούσματα διαφθοράς στο χώρο της Ελληνικής Αστυνομίας, τα οποία αποκαλύπτονται σε ανησυχητικό βαθμό το τελευταίο διάστημα, εγείρουν μείζον ζήτημα για τον αστυνομικό Οργανισμό και γι' αυτό χρήζουν άμεσης κινητοποίησής μας, προτού βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να συζητάμε για καθεστώς «επιτήρησης» της αστυνομίας ή για έκτακτα μέτρα πρόληψης και καταστολής του φαινομένου αυτού.


Όλα δείχνουν ότι παρά τις αποτελεσματικές έρευνες της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και των Υπηρεσιών που συμβάλλουν κατά καιρούς στη σύλληψη και τιμωρία των επίορκων αστυνομικών, το πρόβλημα δυστυχώς λαμβάνει νέες ποιοτικές διαστάσεις, πυροδοτούμενο μάλιστα και από την ανασφάλεια που προκαλούν η οικονομική κρίση και το αβέβαιο μέλλον στη χώρα μας.

Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που δεν ανησυχούν ιδιαιτέρως, προσπερνούν το πρόβλημα αδιάφορα είτε το σπρώχνουν κάτω από το χαλί για διάφορους λόγους.

Εκείνο που έχει, λοιπόν, σημασία είναι κατ' αρχήν να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο αυτά τα κρούσματα είναι περιστασιακά και ελεγχόμενα ή αποτελούν τον προάγγελο μιας άκρως ανησυχητικής και επικίνδυνης εκκολαπτόμενης κατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, η Ομοσπονδία μας πιστεύει ότι η διαδικασία αυτοκάθαρσης που ακολουθείται για την πάταξη των επίορκων αστυνομικών πρέπει να συνοδεύεται και με άλλα μέτρα, όπως ο εκσυγχρονισμός - εκδημοκρατισμός των λειτουργιών της Ελληνικής Αστυνομίας και της δημόσιας διοίκησης συνολικά, καθώς επίσης και από μια πολιτική με επίκεντρο τη θεσμική και οικονομική στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού της.

Το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελληνική Αστυνομία δεν είναι ξεκομμένο από ό,τι συμβαίνει γενικότερα στη χώρα μας. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Οργανισμού Διεθνής Διαφάνεια, η Ελλάδα κατατάχθηκε το έτος 2013 στις χώρες με τον υψηλότερο δείκτη διαφθοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλαμβάνοντας την 94η θέση μεταξύ 176 χωρών. Από τα πορίσματα του Οργανισμού αυτού, διαφαίνεται ως βασική αιτία της ανάπτυξης της διαφθοράς, το γεγονός ότι αξιωματούχοι και κρατικοί υπάλληλοι στην χώρα μας, ενεργούν χωρίς διαφάνεια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας, ενώ ο πειθαρχικός ή ποινικός έλεγχος των παραβατών αυτών, είναι ανεπαρκέστατος. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης χρεώνεται και το πολιτικό σύστημα με την ολιγωρία που έχει επιδείξει διαχρονικά τα τελευταία χρόνια.

Για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, η ελληνική πολιτεία υπό την πίεση και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προωθεί σειρά μέτρων, τα οποία βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης και τα οποία αφορούν μεταξύ άλλων και τη λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών της Ελληνικής Αστυνομίας.

Επειδή το συνδικαλιστικό μας κίνημα καλείται συχνά πυκνά να «απολογείται» για τα κρούσματα διαφθοράς που αποκαλύπτονται, αλλά και επειδή υπάρχει διάχυτη εντύπωση ότι στις αστυνομικές υπηρεσίες επικρατεί πνεύμα συγκάλυψης και κακώς εννοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης, πιστεύουμε ότι πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες ενημέρωσης τόσο των αστυνομικών όσο και της κοινής γνώμης για την στρατηγική που έχει χαραχθεί από την ηγεσία και το υπουργείο Δημόσιας Τάξης για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Κατ' εμάς, απαιτείται μια ολοκληρωμένη - συντονισμένη προσέγγιση του φαινομένου ώστε να είναι σαφής και γνωστή σε όλους η στρατηγική που ακολουθείται για την αντιμετώπισή του, προκειμένου να μην πλανώνται αναπάντητα ερωτήματα, όπως:

Α) Πόσο διαφανής και αποτελεσματική είναι η λειτουργία της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων; Τι προβλήματα υπάρχουν σε θεσμικό επίπεδο (νομικό πλαίσιο, επάρκεια προληπτικών και κατασταλτικών μέσων), σε επίπεδο υποδομών (εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα, ανθρώπινο δυναμικό) και πώς αντιμετωπίζονται αυτά; Είναι αξιόπιστη και αξιοκρατική η διαδικασία στελέχωσης και επιλογής του επικεφαλής της Υπηρεσίας; Τι συμπεράσματα εξάγονται από την εμπλοκή της Βουλής με την καθιερωμένη ακρόαση του προϊσταμένου της;

Β) Πόσο συνεκτικά και αξιόπιστα είναι τα στατιστικά στοιχεία για το εύρος της διαφθοράς και σε τι έκταση παρατηρείται ειδικότερα διασύνδεση - διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος;

Γ) Τι σημαίνει η δημοσιοποίηση των κρουσμάτων και γιατί παρατηρείται μια ενοχική στάση και συμπεριφορά εκ μέρους των αστυνομικών τόσο για το θεσμό όσο και για τους ίδιους τους επίορκους, ακόμα κι όταν οι παρανομούντες κινούνται εντελώς ατομικά και επιπόλαια, προκαλώντας οι ίδιοι την τύχη τους; Έχει η διοίκηση και ποιες ευθύνες για την εμφάνιση αυτών των περιστατικών;

Εκείνο, πάντως, που καθιστά την παρέμβασή μας απολύτως αναγκαία και παραγωγική, είναι το γεγονός ότι οι υπηρεσιακές αποφάσεις-ενέργειες για την πάταξη της διαφθοράς και των επίμεμπτων συμπεριφορών γενικότερα είναι υποταγμένες στην ακολουθητέα στρατηγική πρόληψης και ελέγχου του φαινομένου, μέσω κυρίως των αστυνομικών ερευνών και της κλασικής οδού: πληροφορία- εξακρίβωση- έρευνα- δικογραφία. Για μας, αυτή η στρατηγική είναι κοντόφθαλμη και ξεπερασμένη.

Η πάταξη της διαφθοράς πρέπει να ενταχθεί σε μια κεντρική στρατηγική ενίσχυσης – θωράκισης του λειτουργήματος του αστυνομικού, που θα περιλαμβάνει την οικονομική πολιτική για την αστυνομία (αξιοπρεπείς μισθοί-βιοτικό επίπεδο) και την πολιτική αυτή καθ' αυτή για την επαγγελματική αστυνομία που ονειρευόμαστε για τον τόπο μας. Χωρίς αυτούς τους δυο καθοριστικούς άξονες, οι έρευνες για τη διαφθορά μπορεί μεν να είναι πλούσιες, να τροφοδοτούν σταθερά τη δημοσιότητα και να παρέχουν ένα βαθμό ικανοποίησης στη διοίκηση, δεν θα απαντούν, όμως, στο βασικό ζήτημα που σχετίζεται με τα γενεσιουργά αίτια και τις συνθήκες που διαιωνίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Με άλλα λόγια, η ρετσινιά του «μπάτσου» δεν θα εξαλείφεται, αλλά θα συντηρείται στο διηνεκές... Και αυτό δεν συμφέρει προφανώς τον αστυνομικό. Άλλους βολεύει ένας απαξιωμένος και καθημερινά κρεμασμένος στα «μανταλάκια» ένστολος λειτουργός.

Λαμβάνοντας, επομένως, ως σημείο αναφοράς τις προτάσεις που δημοσιοποιήθηκαν πριν από καιρό από την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων με αφορμή τις έρευνές της για τη Χρυσή Αυγή, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι προτάσεις αυτές δεν απαντούν στο συνολικό πρόβλημα της αντιμετώπισης της αστυνομικής παραβατικότητας.

Σύμφωνα με το πόρισμα που δόθηκε στη δημοσιότητα, «τα παρακάτω βασικά σημεία, συνοψίζουν τα γενικά μηνύματα που προκύπτουν από την παρούσα εξέταση των υποθέσεων:

- Η ουσιαστική μεταρρύθμιση στις αστυνομικές υπηρεσίες πρέπει να προχωρήσει με έμφαση στην καταπολέμηση της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της διαφθοράς.

- Το είδος της παρέμβασης πρέπει να είναι ιδανικά ανάλογο με τη σοβαρότητα της κατάστασης που απαιτεί παρέμβαση (απαίτηση κοινού για δικαιοσύνη).

- Η χρήση των διαδικασιών πειθαρχικού ελέγχου να γίνεται με αμεσότητα, ταχύτητα και πληρότητα, ιδίως στις πιο ακραίες μορφές διαφθοράς, όπως η υπερβολική και αδικαιολόγητη χρήση βίας.

- Η αναζήτηση της ευθύνης για την έλλειψη εσωτερικού ελέγχου, στις θέσεις εποπτείας, διοίκησης και διευθυντικού επιπέδου αποτελεί αναγκαίο όρο.

- Η εφαρμογή ενός Κώδικα συμπεριφοράς – προτύπων, που θα εξασφαλίζει ότι οι έκνομες, οι αποκλίνουσες, οι βίαιες καθώς και οι ρατσιστικές συμπεριφορές (λεκτικές ή με πράξεις) που αποδεικνύεται ότι διαπράττονται από αστυνομικούς, θα οδηγούν σε άμεση απόταξη από το Σώμα.

- Εξωτερικές Υπηρεσίες πρώτης ανταπόκρισης, με σαφώς καθορισμένο αντικείμενο και λογοδοσία σε τακτικά διαστήματα για βασικές ενέργειες ελέγχου – αστυνόμευσης, παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιτυχία των στρατηγικών πρόληψης της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας.

- Η εκπαίδευση της αστυνομίας πρέπει να είναι συντονισμένη με την προσπάθεια μεταρρύθμισης και την κατάρτιση διοίκησης – ελέγχου – διαχείρισης, για τα μεσαία ιδίως στελέχη».

Η ίδια έκθεση καταλήγει ως εξής: «Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ανεξάρτητα από τα πολλά σημαντικά κοινωνικά και οργανωτικά προβλήματα που υπάρχουν, μια στρατηγική για επιτυχή έλεγχο της διαφθοράς και μεταρρύθμισης των αστυνομικών Υπηρεσιών, μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αυτό δεν αποτελεί γενική δήλωση προθέσεων, αλλά ρεαλιστική σύσταση που υποδηλώνει εφαρμογή νέας τακτικής με συνεχή επαγρύπνηση, εστίαση στην δεοντολογία και τα πρότυπα, διαφάνεια, λογοδοσία και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης».

Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο αυτές οι επισημάνσεις αποτελούν μέρος μιας συνολικότερης πρότασης, «απόρρητης» ενδεχομένως, αν επίσης έχουν υποστεί τη βάσανο ενδελεχούς επιστημονικής τεκμηρίωσης, προφανώς όμως δεν αποτελούν προϊόν δημοσίου διαλόγου ούτε καν ενός ουσιαστικού διαλόγου εντός του αστυνομικού μας σώματος.

Το γεγονός έχει την εξήγησή του. Ήταν για πολλά χρόνια θέμα ταμπού η διαφθορά των αστυνομικών, μέχρι που η ηγεσία να αντιληφθεί τις καταστροφικές συνέπειες της αποσιώπησης των κρουσμάτων και να υιοθετήσει κατ' αρχήν την τακτική της δημοσιοποίησής τους, χωρίς να παραβιάζεται φυσικά το τεκμήριο της αθωότητας και ο νόμος περί προσωπικών δεδομένων. Άλλωστε, να μη λησμονούμε ότι ακόμα και αυτή η ίδρυση της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων το 1999, πρόταση της Ομοσπονδίας μας ήταν. Απομένει πλέον να χαραχθεί μια νέα στρατηγική με επίκεντρο την δημοκρατική λειτουργία του αστυνομικού θεσμού, με όρους κοινωνίας και διαφάνειας, με σεβασμό στον άνθρωπο αστυνομικό, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του, ως εφαλτήρια δύναμη για την επαγγελματική και ηθική ανύψωση του λειτουργήματός του.

Στο πλαίσιο αυτό, σταχυολογούμε και καταθέτουμε ιδέες και προτάσεις, επιδιώκοντας να συμβάλλουμε στη διαδικασία εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Ελληνικής Αστυνομίας, σε μια διαδικασία δηλαδή που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του αρνητικού φαινομένου που μας απασχολεί σήμερα.

Τα προτεινόμενα μέτρα αφορούν στην πρόληψη και στην καταστολή της διαφθοράς με την ευρύτερη έννοια:

Α) ΠΡΟΛΗΨΗ

Διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης με ικανοποιητικές οικονομικές αποδοχές - ηθικές απολαβές και κατοχύρωση της υπηρεσιακής δραστηριότητας σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον ασφάλειας και κοινωνικής αποδοχής.

Εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης. Επαγγελματική κατάρτιση με στόχο την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Μείωση της γραφειοκρατίας, διαφάνεια στις υπηρεσιακές ενέργειες όπου δεν παραβιάζεται το απόρρητο. Κωδικοποίηση νομοθεσίας και μηχανοργάνωση λειτουργιών (ηλεκτρονική διακυβέρνηση – διασύνδεση υπηρεσιών με στόχο την άμεση διεκπεραίωση των υποθέσεων των πολιτών).

Εκδημοκρατισμός του συστήματος κρίσεων και αξιολόγησης του αστυνομικού προσωπικού- καθιέρωση συστήματος αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας και του έργου των Υπηρεσιών. Παροχή κινήτρων για την ενίσχυση της επαγγελματικής αφοσίωσης και προσφοράς.

Αυστηρές διαδικασίες ελέγχου και αποτίμησης των υπηρεσιακών ενεργειών –συμπεριφορών, με την ενίσχυση της ενσυνείδητης πειθαρχίας και τη δυνατότητα υποβολής αναφορών από κάτω προς τα πάνω χωρίς τη δαμόκλεια σπάθη της τιμωρίας και της στοχοποίησης όσων θίγουν τα κακώς κείμενα.

Δημοσιοποίηση περιουσιακών στοιχείων όσων καταλαμβάνουν νευραλγικές θέσεις διοίκησης και συστηματικός έλεγχος των δηλώσεων πόθεν έσχες.

Λειτουργία του Γραφείου αντιμετώπισης αυθαιρεσίας.

Σύσταση Τμημάτων Διοικητικών Ερευνών στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, που θα αναλαμβάνουν την διεκπεραίωση (έρευνα, συγκέντρωση υλικού, πορίσματα-προτάσεις) των Ερευνών Διοικητικής Φύσεως.

Συνεργασία και ανταλλαγή τεχνογνωσίας με άλλες δημόσιες υπηρεσίες και τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Βελτίωση του συντονισμού ανάμεσα στους διαφορετικούς φορείς που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς και έναρξη διαλόγου για τη συγχώνευση ομοειδών υπηρεσιών.

Β) ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Εξάλειψη της διάχυτης εντύπωσης περί ατιμωρησίας και συγκάλυψης των παραβατών.

Ταχεία διερεύνηση και εκδίκαση των υποθέσεων.

Ενιαία αρχή αναφοράς των πολιτών. Προστασία των καταγγελλόντων.


Πηγή : poasy.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου